- εφήβαρχος
- Δημόσιο αξίωμα που ίσχυσε σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Από επιγραφές κυρίως της ελληνιστικής εποχής μαθαίνουμε για τους ε. των πόλεων, στους οποίους είχε ανατεθεί η επίβλεψη των εφήβων στο γυμναστήριο. Επίσης, φρόντιζαν για την καλή διαγωγή των νέων στην πόλη και συχνά τους συνόδευαν στις επίσημες θρησκευτικές τελετές.
* * *ἐφήβαρχος, ὁ (Α)επιγρ. επόπτης τών εφήβων σε μερικές ελληνικές πόλεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < έφ-ηβος + -αρχος (< άρχω), πρβλ. έπ-αρχος, τριήρ-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.